αβασάνιστος

αβασάνιστος
-η, -ο (Α ἀβασάνιστος, -ον) [βασανίζω]
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ, -στως με αυτή τη σημασία)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. (για τόπους) αυτός που δεν προξενεί βάσανα
αρχ.
αυτός που δεν εξετάστηκε, δεν ανακρίθηκε με βασανιστήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”